- νάβλας
- ο (Α νάβλας)1. η νάβλα2. (κατά τον Ησύχ.) «νάβλαςκιθαριστής, εἶδος ὀργάνου μουσικοῡ δυσηχοῡς».[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως (πρβλ. εβρ. nēbel «άρπα»). Η αρχική σημ. τής σημιτικής ρίζας ήταν «βάζο, αγγείο», όπως μαρτυρεί και η σημιτικής προελεύσεως δάνεια λ. τής ετρουσκικής naplan «κούπα». Το μουσ. όργανο θα πρέπει να πήρε την ονομ. αυτή λόγω τού στρογγυλευμένου σχήματος τού ηχείου του. Η Ελληνική δανείστηκε τη λ. μάλλον από τη Φοινικική (πρβλ. φοιν. nbl «άρπα»). Η λ. απαντά και στη Λατινική στους τ. nallium, nallum].
Dictionary of Greek. 2013.